φθειροποιος

φθειροποιος
    φθειροποιός
    φθειρο-ποιός
    2
    порождающий вшей
    

(ἔριον Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φθειροποιος" в других словарях:

  • φθειροποιός — producing lice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειροποιός — όν, Α 1. αυτός που παράγει ψείρες («ἔριον φθειροποιόν», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροποιός.», Θεόφρ.) 3. καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • φθειροποιόν — φθειροποιός producing lice masc/fem acc sg φθειροποιός producing lice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειροποιοῦ — φθειροποιός producing lice masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»